- τυπωτικά
- τυπωτικόςable to formneut nom/voc/acc plτυπωτικά̱ , τυπωτικόςable to formfem nom/voc/acc dualτυπωτικά̱ , τυπωτικόςable to formfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυπωτικός — ή, ό / τυπωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύπωση, στην εκτύπωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυπωτικά α) η δαπάνη για εκτύπωση β) (κατ επέκτ.) το σύνολο τών δαπανών για την έκδοση ενός εντύπου αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)